- αβάπτιστος
- και -φτιστος, -η, -ο (AM ἀβάπτιστος, -ον) [βαπτίζω]μσν.- νεοελλ.αυτός που δεν έχει δεχτεί το μυστήριο τού βαπτίσματοςνεοελλ.1. άπιστος, ασεβής, κυρίως για μωαμεθανούς2. άδικος, σκληρός, κακόςαρχ.1. αυτός που δεν βυθίστηκε ή δεν μπορεί να βυθιστεί2. αυτός που δεν έχει εμποτιστεί με υγρό3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀβάπτιστονείδος ιατρικής τρυπάνης.
Dictionary of Greek. 2013.